- ἀσκέπαστα
- ἀσκέπαστοςuncoveredneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκέπαστος — η, ο (Μ ἀσκέπαστος, ον) αυτός που δεν έχει σκεπή ή σκέπασμα, ο ακάλυπτος νεοελλ. 1. εκείνος που έχει ακάλυπτο το κεφάλι του 2. ο απροστάτευτος 3. εκείνος που λέγεται χωρίς προσπάθεια συγκάλυψης, απροκάλυπτα («τ ασκέπαστα λόγια του Αριστοφάνη») … Dictionary of Greek